- κακόκρατος
- κακόκρατος, -ον (Α)1. ιατρ. αυτός που έχει κακή κράση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόκρατονη κακή ανάμιξη τών υγρών («τὸ κακόκρατον τοῡ αἵματος», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -κράτος < θ. -κρᾶ- τού κεράννυμι «αναμιγνύω» (πρβλ. ισό-κρατος, χαλκό-κρατος)].
Dictionary of Greek. 2013.