κακόκρατος

κακόκρατος
κακόκρατος, -ον (Α)
1. ιατρ. αυτός που έχει κακή κράση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόκρατον
η κακή ανάμιξη τών υγρών («τὸ κακόκρατον τοῡ αἵματος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -κράτος < θ. -κρᾶ- τού κεράννυμι «αναμιγνύω» (πρβλ. ισό-κρατος, χαλκό-κρατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακόκρατον — κακόκρατος badly tempered masc/fem acc sg κακόκρατος badly tempered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”